-
1 κατα-λούω
κατα-λούω ( λούω), verbaden, mit Bädern durchbringen, Med.; ὥςπερ τεϑνεῶτος καταλούει (oder mit Bekker καταλόει) μου τὸν βίον Ar. Nubb. 828, Schol. erkl. καταναλίσκει.
1 κατα-λούω
κατα-λούω ( λούω), verbaden, mit Bädern durchbringen, Med.; ὥςπερ τεϑνεῶτος καταλούει (oder mit Bekker καταλόει) μου τὸν βίον Ar. Nubb. 828, Schol. erkl. καταναλίσκει.